- μικροτράπεζος
- μικρο-τράπεζος [ᾰ], ον,A keeping a mean, shabby table, Antiph.172.1.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μικροτράπεζος — μικροτράπεζος, ον (Α) αυτός που παραθέτει λιτή, ευτελή τράπεζα, που τρώει λιτά, φτωχικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο) * + τράπεζος (< τράπεζα), πρβλ. ομο τράπεζος] … Dictionary of Greek
μικροτράπεζοι — μικροτράπεζος keeping a mean masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μικρ(ο)- — (ΑΜ μικρ[ο]) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. λιγο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. μικρός*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημ. τού β συνθετικού, ενώ χρησιμοποιείται και για να προσδώσει μειωτική σημ. στο β συνθετικό (πρβλ.… … Dictionary of Greek
τράπεζα — Ονομασία ιδρυμάτων που εκτελούν πολλές και διάφορες λειτουργίες: από το εμπόριο και την ανταλλαγή νομισμάτων και την κατάθεση χρημάτων έως την παροχή πιστώσεων και άλλων χρηματοδοτήσεων. Ιστορία. Πολλές τραπεζικές πράξεις έχουν την καταγωγή τους… … Dictionary of Greek